échec - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

échec - translation to Αγγλικά


échec         
n. failure, defeat; setback, check, unsuccess; abortive, blunder; frustration, miscarriage, repulse
échecs         
n. chess, board game (played by two people)
mettre en échec      
put in check

Ορισμός

Checkmate
·noun A complete check; utter defeat or overthrow.
II. Checkmate ·vt To defeat completely; to Terminate; to Thwart.
III. Checkmate ·noun The position in the game of chess when a king is in check and cannot be released, - which ends the game.
IV. Checkmate ·vt To check (an adversary's king) in such a manner that escape in impossible; to defeat (an adversary) by putting his king in check from which there is no escape.

Βικιπαίδεια

Échec
L'échec est l'état ou la condition qui fait que l'objectif désiré ou prévu n'est pas atteint, et peut être vu comme l'opposé de succès, mais cela peut aussi désigner un sentiment qui surgit lorsque l'on regrette quelque chose, au même titre que le regret.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για échec
1. C‘est un échec du conseil d‘administration plus qu‘un échec de Jerry.
2. La Municipalité lausannoise craint un échec juridique.
3. Un échec de la loi serait simplement catastrophique.
4. Un choix politique qui s‘est soldé par un échec dramatique.
5. Denis Masmejan Le Temps: Comment expliquez–vous cet échec retentissant?